- ὑποσκαφή
- ὑπο-σκαφή, ἡ, das Untergraben, ein untergrabener Ort
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
υποσκαφή — η / ὑποσκαφή, ΝΑ [ὑποσκάπτω] 1. υπόρυξη 2. (κατ επέκτ.) μέρος που έχει υποσκαφθεί … Dictionary of Greek
υποσκαπτικός — ή, ό, Ν [υποσκάπτω] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υποσκαφή 2. υπονομευτικός … Dictionary of Greek
ὑποσκαφάς — ὑποσκαφά̱ς , ὑποσκαφή undermining fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)